Ιστοσελίδα του Ενοριακού Ναού Εισοδίων Θεοτόκου Ημεροβιγλίου Θήρας - Καλωσήλθατε στην ενορία μας
 
Τα εκκλησάκια μας
 
Ενότητες
Καλωσόρισμα
Το Μυστήριο του Γάμου
Ιεραποστολικά
Ενοριακό συμπόσιο
Ορθόδοξο γλωσσάρι
Προσευχητάρι
Παραδοσιακές Συνταγές
Τα παράξενα του κόσμου
Προτεινόμενα βιβλία
Τεχνότοπος
Πατερικός λόγος
Ορθοδοξία
Θεολογία Εικόνων
Αγιογραφίες- Ψηφιδωτά
Γνωρίζετε ότι...
Αγιορείτικη ματιά
Με ποιητική διάθεση
To Μυστήριο της βάπτισης
Λαογραφικά
Ιστορία
Το γεροντικό
Αλήθειες
Νηστείες της εκκλησίας
Σχόλια στις παραβολές
Αφιερώματα
Λόγος Επίκαιρος
Orthodox Speech
in English
Το BLOG (ιστολόγιο) της Ενορίας μας -Για θέματα επικαιρότητας
 
 
e-mail
 
ENGLISH
 
Αλήθειες
Γ) Οι σχέσεις και ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας.
α)Η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνον σε μια ομάδα εκκλησιαζομένων πιστών, γιατί αυτό θα συνιστούσε μια ευσεβιστική οργάνωση, αλλά ούτε, βέβαια, εξαντλείται σε μια λεγομένη αόρατη Εκκλησία .

β)Πρέπει απαραίτητα να αντικατασταθεί από τις συζητήσεις μας και τα γραπτά μας κείμενα η ανεδαφική, αντιπαραδοσιακή και ξενότροπη φράση «σχέση και χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» από τη φράση «σχέση και χωρισμός εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως», που ανταποκρίνεται στη ρεαλιστικότητα του θέματος αυτού .

γ)Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν βαπτισθεί, και κατά την αριστοτέλεια ορολογία είναι τα δυνάμει και ενεργεία μέλη της .

Συχνά εξαναγκάζομαι να ομιλώ για τις σχέσεις και τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, ιδίως τον τελευταίο καιρό, γιατί γίνονται πολλές συζητήσεις και αναφορές στο θέμα αυτό. Βέβαια, το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας δεν τέθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα προς συζήτηση κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, που γίνεται αυτή την εποχή από τη Βουλή, ακριβώς γιατί είναι δυσχερής η όλη αντιμετώπισή του από πλευράς νομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής. .

Αφορμή για να γράψω αυτό το άρθρο υπήρξε η συνεχής αναφορά του όρου Εκκλησία και Πολιτεία στην προσπάθεια να προσδιορισθούν οι σχέσεις και οι αποκλίσεις μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, ενώ θεωρώ ότι επικρατεί μια εννοιολογική σύγχυση μεταξύ των όρων Εκκλησία και Πολιτεία. Και είναι γνωστόν ότι πριν από κάθε συζήτηση είναι αναγκαίος ο εννοιολογικός καθορισμός των εννοιών, σύμφωνα με τον λόγο του Αντισθένους, κατά την μαρτυρία του Επικτήτου: «Αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις». .

1. Ο όρος Εκκλησία έχει φορτισθεί κατ' αρχάς με κοινωνική και αργότερα με πνευματική σημασία. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως το βλέπουμε σε πολλούς συγγραφείς, ήτοι τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κ.ά., η Εκκλησία σήμαινε τη συνέλευση των πολιτών για να συζητήσουν διάφορα θέματα που απασχολούσαν την πόλη. Ο Χριστιανισμός προσέλαβε αυτόν τον όρο και του έδωσε πνευματική και οντολογική διάσταση, αφού η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο έλαβε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και του οποίου Σώματος μέλη είναι οι βεβαπτισμένοι και βεβαιόπιστοι, και βέβαια κεφαλή αυτού του Σώματος είναι ο Χριστός. Μέλη, επομένως, της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν βαπτισθεί, και κατά την αριστοτέλεια ορολογία είναι τα δυνάμει και ενεργεία μέλη της. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει βαπτισθεί και στη συνέχεια ζει μια άστατη ζωή, για την Εκκλησία θεωρείται δυνάμει μέλος της, αφού είναι ενδεχόμενο μετά από ένα χρονικό διάστημα να ενεργοποιηθεί εντός του η Χάρη του Βαπτίσματος και να γίνει ενεργεία μέλος της. Μπορεί δε να συμβεί και το αντίστροφο. Με αυτήν την προοπτική η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνον σε μια ομάδα εκκλησιαζομένων πιστών, γιατί αυτό θα συνιστούσε μια ευσεβιστική οργάνωση, αλλά ούτε, βέβαια, εξαντλείται σε μια λεγομένη αόρατη Εκκλησία.

Σύστημα πολιτών .

Εξάλλου η έννοια της Πολιτείας προσδιορίζεται από το σύνολο των πολιτών που κατοικούν σε μια χώρα. Κατ' αρχάς ο όρος Πολιτεία παραπέμπει στην πόλη και τη διοργάνωση της πόλης, αργότερα όμως με την εμφάνιση των Εθνικών Κρατών ο όρος Πολιτεία συνδέεται με την Κυβέρνηση ή τη διοίκηση ενός Κράτους. Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του ισχυρίζεται ότι η ανάγκη των ανθρώπων για αλληλοβοήθεια τους οδήγησε στη σύσταση μιας κοινότητας και αργότερα στην οργάνωση αυτής της κοινότητας σε πόλη, από την οποία προήλθε και ο όρος Πολιτεία. Και ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για την ανάγκη των ανθρώπων να οργανωθούν σε μια Πολιτεία, αφού ο άνθρωπος είναι ζώον «πολιτικόν και συζήν πεφυκός». Σήμερα όμως ως Πολιτεία χαρακτηρίζεται το σύνολο και το σύστημα των πολιτών που κατοικούν σε ένα Κράτος, κυρίως δε η όλη διοικητική διάρθρωση η οποία καθορίζεται από συντάγματα, νόμους κλπ.

Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, στη χώρα μας, στην οποία κυριαρχεί η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τη μεγάλη πλειοψηφία (97%), τα μέλη της Εκκλησίας είναι ταυτοχρόνως και μέλη της Πολιτείας, οπότε είναι δυσχερής ο λεγόμενος χωρισμός μεταξύ «Εκκλησίας και Πολιτείας», με τη σύγχρονη αυτή σημασία του όρου. Πώς μπορεί κανείς να χωρίσει τους πολίτες της Πολιτείας από τα μέλη της Εκκλησίας, αφού και αυτοί οι κυβερνητικοί παράγοντες ανήκουν στην Εκκλησία; .

2. Αντιλαμβάνομαι την αντίρρηση ότι όταν γίνεται λόγος για σχέση και χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας αυτό λέγεται με την έννοια της σχέσης ή του χωρισμού της Ιεράς Συνόδου από το Κράτος ή την Κυβέρνηση. Αλλά και με αυτήν την έννοια επιτείνεται η σύγχυση. Διότι δεν μπορεί από Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας να ταυτισθεί η Εκκλησία με την Ιεραρχία και γενικότερα με τους κληρικούς. Προσωπικά εξανίσταμαι όταν γίνεται αυτή η σύγχυση, όταν δηλαδή με ερωτούν «τι λέγει η Εκκλησία για το θέμα αυτό» και εννοούν «τι λέγει η Ιερά Σύνοδος». Η Ιερά Σύνοδος των Ιεραρχών πρέπει να εκφράζει την Εκκλησία, την κοινωνία των αγίων και το πλήρωμα της εκκλησιαστικής κοινότητος, αλλά δεν είναι η Εκκλησία με την απόλυτη σημασία της λέξεως. Αλλά και η Πολιτεία δεν μπορεί να ταυτισθεί απόλυτα με την Κυβέρνηση μιας χώρας, διότι η Πολιτεία είναι ένας ευρύτερος θεσμός, που αναφέρεται εκτός από τον κυβερνητικό τομέα και στον ανώτατο Αρχοντα της Χώρας, στις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, στην κοινωνία των πολιτών, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά ακόμη και στις μη κυβερνητικές οργανώσεις. .

Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχέση και χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας από της πλευράς αυτής, γιατί τότε αντιμετωπίζουμε μινιμαλιστικά τόσο την Εκκλησία ότι και την Πολιτεία, συρρικνώνουμε τις έννοιες Εκκλησία και Πολιτεία με πολύ καταστρεπτικά αποτελέσματα. .

3. Τη φράση «σχέση και χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» μπορούμε να την δούμε μόνον από την άποψη της εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως. Εκείνο που πρέπει να διερευνηθεί είναι κατά πόσον ταυτίζονται και επικαλύπτονται η εκκλησιαστική και κρατική διοίκηση, οπότε σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να γίνει ο χωρισμός. Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί μια ταύτιση εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως οδηγεί αναπόφευκτα ή στον παποκαισαρισμό ή στον καισαροπαπισμό, τα οποία αναπτύχθηκαν στον δυτικό χώρο και χαρακτηρίζονται από τη θεοκρατία ή την πολιτειοκρατία.

Οσοι ασχολούνται με το θέμα αυτό γνωρίζουν σαφώς ότι κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτό που ψευδωνύμως ονομάζουμε Βυζάντιο, δεν γινόταν ποτέ λόγος για σχέση και χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά για διάκριση μεταξύ βασιλείας και ιεροσύνης και προσδιόριζαν ότι άλλο είναι το έργο της βασιλείας και άλλο το έργο της ιεροσύνης. Οι κληρικοί θεραπεύουν τους χριστιανούς, με τη Χάρη του Θεού, η οποία ενεργεί διά των μυστηρίων και της εν γένει ευαγγελικής (ασκητικής) ζωής και διά της θεραπείας τούς οδηγούν στη θέωση, ενώ ο βασιλεύς ασχολείται με τα καθημερινά προβλήματα του λαού, τη λεγομένη κοσμική διοίκηση, ακριβώς γιατί στις μεταπτωτικές κοινωνίες η εξουσία είναι απαραίτητη, είναι ένα αναγκαίο κακό, όπως και ο θάνατος! Η προσπάθεια καταργήσεως των κοσμικών εξουσιών σε μια μεταπτωτική κοινωνία συνιστά την αρχή της ουτοπίας.

Είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος οριοθετεί τη διάκριση μεταξύ των δύο διακονιών. Γράφει: «Αλλοι όροι βασιλείας και άλλοι όροι ιερωσύνης». Και στη συνέχεια αναλύοντας το θέμα γράφει ότι ο βασιλεύς «τα επί της γης έλαχεν οικονομείν, ο δε της ιερωσύνης θεσμός άνω κάθηται». «Ο βασιλεύς τα ενταύθα πεπίστευται, εγώ τα ουράνια (εγώ όταν είπω, τον ιερέα λέγω)... ο βασιλεύς σώματα εμπιστεύεται, ο δε ιερεύς ψυχάς· ο βασιλεύς λοιπάδας χρημάτων αφίησιν, ο δε ιερεύς λοιπάδας αμαρτημάτων· εκείνος όπλα έχει αισθητά, ούτος όπλα πνευματικά· εκείνος πολεμεί προς βαρβάρους, εμοί πόλεμος προς δαίμονας». Γι' αυτό τόσο ο βασιλεύς όσο και ο ιερεύς πρέπει να περιορίζονται «έσω των οικείων όρων».

Μέσα στην ίδια προοπτική ομιλεί και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τον 8ο αιώνα, και μάλιστα σε περίοδο που ο βασιλεύς ήθελε να εισχωρήσει στα εσώτερα της Εκκλησίας και να νομοθετήσει. Ελεγε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία... βασιλέων εστίν η πολιτική ευπραξία, η δε εκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων και διδασκάλων... Υπείκομέν σοι, ω βασιλεύ, εν τοις κατά του βίου πράγμασι, φόροις, τέλεσι, δοσοληψίαις, εν οις τα καθ' ημάς εγκεχείρηται· εν δε τη εκκλησιαστική καταστάσει έχομεν τους ποιμένας, τους λαλήσαντας ημίν τον λόγον και τυπώσαντας την εκκλησιαστικήν θεσμοθεσίαν. Ου μεταίρομεν όρια αιώνια, ά έθεντο οι πατέρες ημών».

Εχοντας υπόψη του αυτήν την πατερική διδασκαλία ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Ιωάννης Καρμίρης έγραφε: «Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν επιζητεί να γίνη ούτε Κράτος υπέρ Κράτος, ούτε Κράτος εν κράτει, διότι αποβλέπει ουχί εις τα επίγεια, αλλ' εις τα ουράνια». .

Αυτή λοιπόν η διάκριση μεταξύ ιεροσύνης και βασιλείας, που ερμηνεύεται ως διάκριση εκκλησιαστικής και κρατικής διακονίας, συντονίζεται με τη φράση που λέγεται συχνά στις ημέρες μας «διακριτότητα των ρόλων», ότι δηλαδή οι ρόλοι των κληρικών και των κυβερνητικών παραγόντων είναι σαφώς διακριτοί.

Οι επιλογές .

Επομένως στις συζητήσεις που γίνονται για το θέμα αυτό πρέπει να αντικατασταθεί η φράση «σχέση και χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας», που είναι σαφώς αδόκιμη, με τη φράση «σχέση και χωρισμός εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως», για να αποφεύγονται οι συγχύσεις και οι παρερμηνείες. Και αυτή η νέα ορολογία πρέπει να υιοθετηθεί από θεολόγους και νομικούς, γιατί διαφορετικά θα διαπληκτιζόμαστε χωρίς λόγο, αφού οι όροι Εκκλησία και Πολιτεία, με όλη την τεταμένη φόρτιση, αναπτύχθηκαν στη Δύση και σ' εμάς είναι εισαγόμενοι, οπότε αποδεικνυόμαστε απλοί μεταπράτες, όχι μόνον των όρων αλλά και των φορτισμένων εννοιών και των αντιστοίχων πρακτικών επιλογών.

4. Αν εξετάσουμε το ισχύον Σύνταγμα μέσα από αυτήν την προοπτική, θα διαπιστώσουμε ότι στα άρθρα 3 και 13, καθώς επίσης και σε αντίστοιχα άρθρα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, υπάρχει σαφώς διάκριση μεταξύ της εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως, αφού η Εκκλησία θεωρείται Σώμα Χριστού, είναι αυτοδιοίκητος Οργανισμός, που διοικείται βάσει των ιερών Κανόνων. Επίσης διασφαλίζεται και η θρησκευτική ελευθερία των γνωστών και αναγνωρισμένων θρησκειών. Αν σε μερικά λεπτομερειακά θέματα πρέπει να γίνει μια περαιτέρω διασάφηση της διακριτότητας των ρόλων, αυτό πρέπει να επιτευχθεί με νηφάλιο διάλογο, μέσα από τον σεβασμό της όλης διαχρονικής παράδοσης του τόπου μας. Ποτέ όμως δεν πρέπει να γίνει κάτι που θα βλάψει τον πολίτη, ο οποίος ταυτόχρονα είναι και μέλος της Εκκλησίας, και κυρίως θα βλάψει τη διαχρονική ζωντανή μας παράδοση, η οποία αποτελεί την αυθεντική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία του Γένους μας, που είναι φιλάνθρωπη και υπερεθνική-οικουμενική, απηλλαγμένη από ρατσισμούς και εθνικισμούς, αυτονομήσεις και φιλαυτίες.

Τελειώνοντας αυτές τις σύντομες σκέψεις υπογραμμίζω και πάλι ότι πρέπει απαραίτητα να αντικατασταθεί από τις συζητήσεις μας και τα γραπτά μας κείμενα η ανεδαφική, αντιπαραδοσιακή και ξενότροπη φράση «σχέση και χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» από τη φράση «σχέση και χωρισμός εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως», που ανταποκρίνεται στη ρεαλιστικότητα του θέματος αυτού, τουλάχιστον στον δικό μας χώρο, και θα μας απελευθερώσει από αγκυλώσεως και πρακτικές ξενότροπες, οθνείες και διχαστικές.
Δ) OΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
Η εισήγηση η οποία θα επακολουθήσει δεν μπορεί να εξαντλήσει το θέμα, αλλά απλώς θα ανοίξει την συζήτηση για να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα, τα οποία, βεβαίως, θα είναι η αρχή και όχι το τέλος της συζητήσεως αυτών των θεμάτων. Διότι, εφ’ όσον το θέμα των μεταμοσχεύσεων συζητείται από ιατρικής, νομικής και βιοηθικής πλευράς, η Εκκλησία δεν πρέπει να καταλήξει σε τελικά συμπεράσματα.
Ίσως για να αποφύγουμε το θέμα των διαρκών παλινδρομήσεων και μεταβολών θα πρέπει αφ’ ενός μεν να θέσουμε θεολογικά κριτήρια αντιμετωπίσεως του προβλήματος, αφ’ ετέρου δε να αφήσουμε τους ιατρούς και τους νομικούς να συζητούν το πρόβλημα, χωρίς να παρεμβαίνουμε σε αυτήν την συζήτηση, λόγω του ενεδρεύοντος πειρασμού να εμπλακεί η Εκκλησία σε επιστημονικά θέματα τα οποία μπορεί να είναι ανατρέψιμα με την πάροδο του χρόνου. Μπορεί όμως να θέσει τα πλαίσια αντιμετωπίσεως του θέματος.

Εισαγωγικά ακόμη θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι στα πατερικά κείμενα και στην όλη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί κανείς να βρεί άμεσες απαντήσεις για το θέμα των μεταμοσχεύσεων, και αυτό γιατί δεν απησχόλησε το θέμα αυτό την πατερική σκέψη.
Δηλαδή, στην εποχή τους δεν υπήρχε θέμα μεταμοσχεύσεων οργάνων, για να εκφράσουν την άποψή τους για το θέμα. Ωστόσο όμως μπορούμε να ανιχνεύσουμε μερικά παράλληλα θέματα και από εκεί να προσδιορίσουμε κάπως την στάση μας απέναντι στις μεταμοσχεύσεις, διότι οι άγιοι Πατέρες ασχολήθηκαν με τον άνθρωπο. Άλλωστε, η πατερική περίοδος δεν εξέλιπε. Κάθε εκκλησιαστική περίοδος είναι και πατερική, αρκεί να διασώσει τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά κριτήρια ερμηνείας των προβλημάτων και πραγμάτων. Οπότε, μεγαλύτερη σημασία μπορούμε να δώσουμε όχι τόσο στις λύσεις, αλλά στις προϋποθέσεις που καθορίζουν την στάση μας απέναντι στα προβλήματα και στις λύσεις. Αυτό είναι το έργο της ορθοδόξου θεολογίας.

1. Η πολυποίκιλη, πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη αντιμετώπιση των μεταμοσχεύσεων .

Το θέμα των μεταμοσχεύσεων αντιμετωπίζεται από πολλά επίπεδα και πολλές πλευρές. Γι’ αυτό στην εισήγηση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε αυτήν την απαραίτητη πλευρά του προβλήματος, καθορίζοντας τα πολυποίκιλα επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο είναι το αλτρουϊστικό και ψυχολογικό. Θεωρείται ότι η αγάπη για τους άλλους ανθρώπους, η οποία αγάπη φθάνει και μέχρι την θυσία, πρέπει να μας οδηγεί στην προσφορά των οργάνων του σώματος για να ζήσει κάποιος άλλος συνάνθρωπός μας, που υποφέρει και βασανίζεται. Ακόμη το να αισθάνεται κανείς ότι τα μάτια του παιδιού του ευρίσκονται σε κάποιον άλλον άνθρωπο και να μπορεί σ’ αυτόν να βλέπει την συνέχιση της ζωής του παιδιού του, είναι ασφαλώς ψυχολογικό γεγονός, που μπορεί να δικαιολογεί την προσφορά μοσχευμάτων σε άλλους ανθρώπους.

Το δεύτερο επίπεδο είναι το κοινωνικό. Η προσφορά οργάνων ασφαλώς λύει διάφορα κοινωνικά προβλήματα και αντιμετωπίζει διάφορες κοινωνικές ανάγκες, από πλευράς λήπτου. Γνωρίζουμε σήμερα τα προβλήματα που δημιουργούν οι παθήσεις των οργάνων σε οικογενειάρχες και νέους ανθρώπους. Και ακόμη γνωρίζουμε πόσο ανακουφίζονται οι συγγενείς των ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Όταν ευρίσκεται ένας δότης και έτσι προσφέρεται η δυνατότητα να ζήσει ο ασθενής, αλλά και να ηρεμήσουν τα άλλα μέλη της οικογενείας του ταλαιπωρημένου ανθρώπου, τότε αντιλαμβάνεται την αξία της προσφοράς.

Το τρίτο επίπεδο είναι το βιοηθικό, που συνίσταται στους δεοντολογικούς κανόνες μέσα από τους οποίους θα υπάρχει σωστή συνεργασία μεταξύ δότου και λήπτου μοσχευμάτων. Πολλά πράγματα μπορεί να κάνει κανείς στην ζωή για την βελτίωση των κοινωνικών, οικογενειακών και ατομικών συνθηκών. Το πρόβλημα όμως τίθεται στο κατά πόσον αυτές οι επιλογές είναι επιτρεπτές από τους γενικούς ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες. Για παράδειγμα, η βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος της ελευθερίας και του προσώπου. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Έτσι και στο θέμα των μεταμοσχεύσεων πρέπει να εξετάζεται οπωσδήποτε η βιοηθική πλευρά και να τίθενται ηθικοδεοντολογικοί κανόνες. Σε αυτό το θέμα εμπλέκονται η νομική και η ιατρική επιστήμη, και βέβαια διάφοροι Παγκόσμιοι Οργανισμοί.

Το τέταρτο επίπεδο είναι το νομικό. Δεδομένου ότι η παρουσία του ανθρώπου στην κοινωνία και η επικοινωνία του με τους συνανθρώπους του σχετίζονται και με τους νόμους της Πολιτείας, οι οποίοι επιδιώκουν να διασφαλίσουν την προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά και την αποφυγή πολλών παρανόμων ενεργειών, είναι φυσικό σε ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα να εισέρχεται και ο νομικός παράγοντας. Έτσι, με την νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζεται η δικαιοπρακτική ικανότητα του δότη, η ελεύθερη γραπτή συγκατάθεσή του, η ακεραιότητα της σωματικής ζωής του δότη μετά την αφαίρεση των ιστών, ο τρόπος της αφαιρέσεως των ιστών και των οργάνων, ο καθορισμός του σκοπού της αφαιρέσεως ιστού και οργάνων που πρέπει να είναι θεραπευτικός και επιστημονικός και όχι εμπειρικός, η επιβεβαίωση ότι ο δότης έχει υποστή το λεγόμενο εγκεφαλικό θάνατο κλπ. Όλα αυτά είναι απαραίτητα να εξετάζονται με τον καταρτισμό και την ψήφιση νόμων, κατόπιν συνεργασίας ιατρών, νομικών και άλλων παραγόντων που εμπλέκονται σε τέτοια ζητήματα.

Το πέμπτο επίπεδο είναι το καθαρά ιατρικό. Οι μεταμοσχεύσεις οργάνων γίνονται ενώ ακόμη ο άνθρωπος διατηρείται, έστω με μηχανική υποστήριξη, στην ζωή, ενώ δηλαδή τα μοσχεύματα είναι "ζωντανά". Οπότε τίθεται το πρόβλημα του θανάτου, δηλαδή πότε επέρχεται ο θάνατος, πότε η ιατρική επιστήμη προσδιορίζει το γεγονός του θανάτου, γιατί κανείς δεν θέλει να αισθάνεται δολοφόνος ενός ανθρώπου, ότι δηλαδή λαμβάνονται μοσχεύματα ενώ ο δότης βρίσκεται στην ζωή. Πράγματι, η ιατρική επιστήμη εξετάζει το πρόβλημα αυτό και ετέθησαν διάφορες λύσεις όπως το "μή ανατάξιμο κώμα", η διάγνωση της νεκρώσεως του "εγκεφαλικού στελέχους" κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά. Σε σχετικό κείμενό του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος με τίτλο "εγκεφαλικός ή καρδιακός θάνατος. Συμβολή στην εξελικτική πορεία των Μεταμοσχεύσεων" κάνει ευρύτατη ανάλυση του προβλήματος αυτού, και βέβαια οι απόψεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο στην συζήτηση του προβλήματος.
1. Σαφώς πρέπει να διευκρινισθούν οι όροι κλινικός καρδιακός θάνατος, εγκεφαλικός θάνατος και βιολογικός θάνατος
2. Και αυτό είναι σημαντικό, αν σκεφθή κανείς ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των ιατρών γύρω από το θέμα πότε επέρχεται ο θάνατος. Δηλαδή, η άποψη ότι η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με τον βιολογικό θάνατο, δεν πρέπει να θεωρήται δεδομένη3. .

Το έκτο επίπεδο θεωρήσεως και αντιμετωπίσεως του προβλήματος των μεταμοσχεύσεων είναι το θεολογικό, και φυσικά αυτό ενδιαφέρει περισσότερο από όλα την Εκκλησία. Άλλωστε ο κόσμος σήμερα αναμένει την άποψη της Συνόδου πάνω σε βασικά ζητήματα που συνδέονται με τις μεταμοσχεύσεις. Ο Καθηγητής Αθανάσιος Αβραμίδης έθεσε μερικά τέτοια ερωτήματα, για τα οποία αναμένεται απάντηση από την Εκκλησία. Γράφει: "Στα συνειδησιακά λοιπόν ερωτήματα σχετικά με το α) πού εδράζεται το κέντρο της ζωής, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο; β) πού η ψυχή; όπως και γ) πότε "βγαίνει" η ψυχή από τον άνθρωπο; υπάρχει σήμερα απάντηση εκ μέρους της Εκκλησίας;".

Νομίζω ότι η ουσιαστικότερη προσφορά της Εκκλησίας πάνω στο θέμα αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο στα τρία αυτά ερωτήματα, αλλά να προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Να εξετάσει δηλαδή τι είναι η ζωή και ο θάνατος, τι είναι το πρόσωπο και οι σχέσεις του με τον Θεό και τους ανθρώπους, ποιά είναι η σχέση της ψυχής με το σώμα, τι σχέση υπάρχει μεταξύ του νου και του λόγου, και κατά πόσον η βλάβη του λόγου αναιρεί την νοερά λειτουργία, ποιές είναι οι δυνατότητες της ελευθερίας του ανθρώπου, δηλαδή ο άνθρωπος έχει απόλυτη ή σχετική ελευθερία, ο άνθρωπος είναι ανεξάρτητη και αυτοπροσδιορισμένη ύπαρξη ή σαφώς είναι μια εξαρτημένη και προσδιορισμένη, δεδομένη ύπαρξη, ποιά είναι η εσχατολογική κατάσταση του όλου ανθρώπου, πώς προσδιορίζεται η αγάπη και η σωτηρία, κλπ. .

Όλα αυτά είναι ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις, είναι θέματα τα οποία επιδέχονται αντιμετώπιση και βέβαια αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από την μελέτη της πατερικής διδασκαλίας. Γι’ αυτό και λέγαμε προηγουμένως ότι καίτοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισαν αμέσως το θέμα των μεταμοσχεύσεων, ωστόσο έδωσαν εμμέσους απαντήσεις, αρκεί να έχουμε την δυνατότητα να τις βλέπουμε και να τις μεταφέρουμε στο ποίμνιό μας.

Πάντως, εκείνο που πρέπει να γίνη κοινή συνείδηση είναι ότι οι Ποιμένες του λαού του Θεού δεν πρέπει να αρκούνται μόνον σε μια ψυχολογική, κοινωνική, ιατρική, ηθικοδεοντολογική, νομική αντιμετώπιση του θέματος, αλλά απαραιτήτως πρέπει να προχωρήσουν στις θεολογικές πλευρές του ζητήματος αυτού, που είναι πάμπολλες και βεβαίως εκείνες είναι που ενδιαφέρουν πρωτίστως τους ανθρώπους. Γιατί στο βάθος τους οι άνθρωποι δεν αναζητούν μια παράταση της βιολογικής ζωής, αλλά την υπέρβαση του θανάτου, επιδιώκουν να βρουν την προσωπική ελευθερία και όχι ατομικές ελευθερίες. Αν η Εκκλησία εμπλέκεται σε συζητήσεις που προκαλούν οι άλλοι ουμανιστικοί οργανισμοί, χωρίς να απαντά σε αυτά τα κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία είναι ερωτήματα ζωής και θανάτου, τότε προξενεί μεγαλύτερη απόγνωση στους ανθρώπους και συντελεί στην εκκοσμίκευση της θεολογίας της.

Νομίζω, λοιπόν, ότι ενώ πρέπει να δίδουμε πρακτικές απαντήσεις σε ανθρώπους που απασχολούνται με τα θέματα αυτά, παράλληλα πρέπει να εξαντλούμε το θέμα και θεολογικά. 2. Η γνωμοδοτική μελέτη της Επιτροπής επί της Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος .

Τον Δεκέμβριο του 1998 συγκροτήθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος Επιτροπή επί της Βιοηθικής, η οποία εργάσθηκε ένα ολόκληρο εξάμηνο συστηματικά και ήδη κατατέθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μια γνωμοδοτική μελέτη περί των μεταμοσχεύσεων, καθώς επίσης και τελικά συμπεράσματα-προτάσεις, που υποδεικνύουν την στάση την οποία θα μπορούσε να λάβη η Εκκλησία πάνω στο σημαντικό αυτό ζήτημα των ημερών μας.

Η γνωμοδοτική μελέτη με τίτλο "ηθική θεώρηση των μεταμοσχεύσεων" είναι ένα καταπληκτικό κείμενο αποτελούμενο από 138 σελίδες, στο οποίο εκτίθεται όλο το πρόβλημα από ιατρικής, κοινωνικής, νομικής και θεολογικής πλευράς. Θα ήθελα στην παρούσα εισήγηση απλώς να παραθέσω τους τίτλους των κεφαλαίων, καθώς επίσης να μνημονεύσω και τους συντάκτες κάθε κεφαλαίου.

1. Η μεταμοσχευτική πραγματικότητα διεθνώς και στην Ελλάδα, ηθικοί προβληματισμοί, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου.

2. Δεοντολογία των μεταμοσχεύσεων, υπό του κ. Σπύρου Δρακόπουλου. .

3. Οι καρδιακές μεταμοσχεύσεις στον κόσμο και στην Ελλάδα, υπό του κ. Χρήστου Χαρίτου. .

4. Μεταμοσχεύσεις ήπατος και νεφρών, υπό του κ. Σπύρου Δρακόπουλου. .

5. Ο εγκεφαλικός θάνατος, υπό του καθηγητού κ. Σταύρου Μπαλογιάννη. .

6. Νομική θεώρηση των μεταμοσχεύσεων, υπό των κ.κ. Χαραλάμπους Κονιδάρη και Χαραλάμπους Παμπούκη. .

7. Θεολογική προβληματική των μεταμοσχεύσεων, υπό του Καθηγητού κ. Γεωργίου Μαντζαρίδη. .

8. Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου. .

9. Το μέλλον των μεταμοσχεύσεων, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου. .

Όπως φαίνεται με την απλή απαρίθμηση των κεφαλαίων πρόκειται για ένα μεγάλο επίτευγμα, για το οποίο πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια τόσο στον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της Βιοηθικής, όσο και στους συντάξαντες τα επί μέρους κεφάλαια.

Επίσης, η ίδια Επιτροπή εξέδωσε και άλλο κείμενο με τίτλο "ηθική των μεταμοσχεύσεων συμπεράσματα - προτάσεις", το οποίο είναι περίληψη της προηγουμένης γνωμοδοτικής μελέτης. Στο δεύτερο αυτό περιληπτικό κείμενο υπάρχουν τα εξής κεφάλαια: α) βασικές αρχές, β) ο ρόλος της ιατρικής, γ) η δυνατότητα προσφοράς οργάνων, δ) περί εγκεφαλικού θανάτου, ε) περί συνειδητής και εικαζομένης συναινέσεως, στ) περί συγγενικής συναινέσεως, ζ) οι επιφυλάξεις της Εκκλησίας, η) κριτική του νέου νόμου περί μεταμοσχεύσεων, θ) ποιμαντικές δυνατότητες της Εκκλησίας, ι) προτεινόμενη πρακτική της Εκκλησίας.

Υιοθετώ το κείμενο αυτό, αλλά επειδή η Ιερά Σύνοδος το απέστειλε σε όλους τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, και επομένως είναι γνωστό σε όλους σας, γι’ αυτό και δεν θα το σχολιάσω. Βεβαίως, εννοείται ότι και η εισήγησή μου κινείται μέσα σε αυτό το πνεύμα.

3. Θεολογικές θέσεις για το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων .

Προηγουμένως είχαμε αναφερθή στην θεολογική προοπτική μέσα από την οποία πρέπει να εξετάζεται το θέμα των μεταμοσχεύσεων. Νομίζω στο σημείο αυτό πρέπει να επεκτείνουμε τον λόγο και να δούμε μερικές εκκλησιαστικές - πατερικές απόψεις πάνω στο πρόβλημα αυτό, τις οποίες πρέπει να έχουμε πάντα κατά νουν, όταν το αντιμετωπίζουμε.

α) Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος, αφού ο άνθρωπος δεν αποτελείται μόνο από ψυχή ή μόνο από σώμα, αλλά από το συναμφότερο. Η ψυχή λέγεται ανθρώπου ψυχή και το σώμα ανθρώπου σώμα. Το σώμα ζωογονείται δια της ψυχής και η ψυχή ενεργεί δια του σώματος. Θα μπορούσαμε γι αυτό το σημείο να αναφέρουμε πολλά πατερικά χωρία, αλλά όμως θα αρκεσθούμε στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης που νομίζω είναι πολύ εκφραστική.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι με τον όρο ψυχή μπορούμε να εννοήσουμε τρία συγκεκριμένα πράγματα ή μάλλον καλύτερα η ζωτική και ψυχική δύναμη διαιρείται σε τρεις λειτουργίες, ήτοι την αυξητική μόνο και θρεπτική που προσφέρει το κατάλληλο υλικό για την αύξηση των τρεφομένων που παρατηρείται στα φυτά, την αισθητική ενέργεια και αντίληψη, που μαζί με την προηγούμενη υπάρχει στην φύση των αλόγων ζώων και στην τελεία ψυχή που παρατηρείται στον άνθρωπο, η οποία εκτός του ότι είναι τρεφομένη και αισθανομένη, ταυτοχρόνως είναι "και λόγου μετέχουσα και νω διοικουμένη". Ο άνθρωπος έχει νου και λόγο, δηλαδή η ψυχή του είναι νοερά και λογική. Και εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ότι πρόκειται για ενέργειες ψυχικές και όχι για τρεις ιδιαίτερες ψυχές, αφού ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και αίσθηση. Έτσι, η μόνη τελεία και αληθινή ψυχή είναι μία, η νοερή και άϋλη, η οποία δια των αισθήσεων αναμειγνύεται με την υλική φύση. Το υλικό μέρος του οργανισμού, όταν βρίσκεται σε τροπή και αλλοίωση, κινείται αυξητικώς εάν μετέχη της δυνάμεως που ψυχώνει, όταν όμως εκπέση από την ζωτική ενέργεια, τότε η κίνηση θα μετατραπή σε φθορά. Και καταλήγει ο άγιος Γρηγόριος: "Ούτε ουν αίσθησις χωρίς υλικής ουσίας, ούτε της νοεράς δυνάμεως, χωρίς αισθήσεως ενέργεια γίνεται". .

Σημαντική θέση στην όλη ψυχοδυναμική συγκρότηση του ανθρώπου έχει ο νους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης φαίνεται σε μερικά σημεία να συνδέη τον νου με την διάνοια, αλλά σαφώς σε άλλα σημεία του κειμένου διαχωρίζεται ο νους από την διάνοια και συνδέεται άλλοτε με τον όρο ψυχή και άλλοτε με την νοερά ενέργεια της ψυχής. Δεν είναι ευχερής η διάκριση, γιατί ενιαία και πολυδύναμη είναι η ψυχή του ανθρώπου. Η προσπάθεια για μια τέτοια διάκριση μπορεί να θεωρηθή σχολαστική. Μιλώντας για τον νου του ανθρώπου εντοπίζει πολλές πραγματικότητες, κυρίως όμως θα υπογραμμίσουμε δύο από αυτές.

Η πρώτη είναι ότι ο νους ενεργεί δια των αισθήσεων. Μια ενιαία αντιληπτική δύναμις υπάρχει στον άνθρωπο και αυτός είναι ο νους που ευρίσκεται μέσα μας "ο δι’ εκάστου των αισθητηρίων δεξιών και των όντων επιδρασσόμενος". Ο νους βλέπει δια των οφθαλμών το φαινόμενο, αυτός συλλαμβάνει δια της ακοής το λεγόμενο, αγαπά το ευχάριστο και αποστρέφεται το δυσάρεστο, χρησιμοποιεί το χέρι σε ό,τι θέλει, κρατώντας και απωθώντας ό,τι νομίζει ότι τον ωφελεί. Έτσι ο νους ενεργεί και κινείται με όλα τα όργανα του σώματος. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας πόλεως, μέσα στην οποία εισέρχονται οι άνθρωποι από διάφορες πύλες, λέγει ότι ο νους μοιάζει με το εσωτερικό της πόλεως που δέχεται τον κόσμο από τις διάφορες πόλεις, δηλαδή τις αισθήσεις, ο νους είναι εκείνος που εξετάζει και ξεχωρίζει όλους τους εισερχομένους και τοποθετεί τον καθένα στους κατάλληλους τόπους της γνώσεως.

Η δεύτερη πραγματικότητα είναι ότι ο νους δεν ευρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο όργανο του σώματος, αλλά ενεργεί σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα όργανα του σώματος, τα οποία όμως είναι δεκτικά αυτής της ενεργείας. Στην εποχή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης οι άνθρωποι επηρεασμένοι από διάφορες φιλοσοφικές και θεολογικές αντιλήψεις ερωτούσαν πού κατοικεί η ψυχή, ο νους, στην καρδιά ή στον εγκέφαλο; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ειδικά σε αυτό το θέμα με τέτοιο τρόπο που αφ’ ενός μεν εκφράζει την ορθόδοξη θεολογία, αφ’ ετέρου δε μπορεί σε μερικά σημεία να ανταποκρίνεται σε ιατρικά προβλήματα, όπως το θέμα των μεταμοσχεύσεων.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι μερικοί θεωρούν ότι το ηγεμονικό του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην καρδιά και άλλοι ισχυρίζονται ότι ο νους διαμένει στον εγκέφαλο. Όμως "σιγησάτω τοίνυν πάσα στοχαστική ματαιολογία των μορίοις τισί σωματικοίς την νοητήν εναποκλειόντων ενέργειαν". Ο νους ενεργεί δια μέσου όλων των αισθήσεων και των σωματικών οργάνων, αλλά δεν διαμένει και δεν περικλείεται σε μερικά σωματικά μόρια. Ενώ ο νους δεν περικλείεται στα σωματικά μόρια εν τούτοις "ομοτίμως εκάστω των μορίων κατά το άφραστον της ανακράσεως λόγον εφάπτεσθαι νομισθέον". Ο νους εφάπτεται των μορίων και των σωματικών οργάνων και ενεργεί δια των νοητικών του ενεργειών, σύμφωνα με την φύση του καθενός οργάνου. Δηλαδή, σε εκείνα τα όργανα που λειτουργούν κατά φύση ενεργεί τα αρμόδια και σε εκείνα τα όργανα που δεν μπορούν να δεχθούν την κίνησή του μένει άπρακτος και ανενέργητος. "Πέφυκε γαρ πως ο νους προς μεν τον κατά φύσιν διακείμενον οικείως έχειν, προς δε το παρενεχθέν από ταύτης, αλλοτριούσθαι". Χωρίς ο νους να είναι δεμένος με κάποιο μέρος του σώματος εν τούτοις εφάπτεται όλου του σώματος του ανθρώπου "κατά τον ίσον" τρόπον, ενεργώντας την κίνηση κάθε μέρους του σώματος, ανάλογα με την φύση του. Αυτό το βλέπουμε ακόμη και κατά την διάρκεια του ύπνου. Όταν η ανθρώπινη φύση χαλαρώση λόγω του ύπνου, μένει και αυτός ο νους ακίνητος, ενώ όταν η ανθρώπινη φύση είναι ξυπνητή, τότε και ο ανθρώπινος νους διοικεί την ανθρώπινη φύση συνεργώντας και αυτός και κινούμενος.

Το συμπέρασμα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι ο νους του ανθρώπου βρίσκεται σε όλο το σώμα, σε όλα τα όργανα του σώματος, αλλά δεν περιέχεται μέσα σε ένα μόνο μέρος του σωματικού οργανισμού "ούτε έξωθεν περιλαμβάνων, ούτε ένδοθεν κρατούμενος". Η κοινωνία του νου με το σωματικό έχει άφραστη και ακατανόητη συνάφεια, ούτε μέσα είναι, ούτε απ’ έξω περιέχει, "αλλά κατά τινα τρόπον αμήχανόν τε και ακατανόητον εγγίζων ο νους τη φύσει και προσαπτόμενος, και εν αυτή και περί αυτήν θεωρείται, ούτε εγκαθήμενος ούτε περιπτυσσόμενος".

Συμπερασματικά λέμε ότι τα όργανα του σωματικού οργανισμού του ανθρώπου όταν είναι ζωντανά και λειτουργούν κατά φύσιν σημαίνει ότι δέχονται την ενέργεια του νου, όταν όμως εκφεύγουν της φύσεως και αρχίζει η φθορά, ο νους παραμένει ανενέργητος ως προς αυτά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας, γιατί, όταν τα όργανα είναι ζωντανά, τότε ο νους εφάπτεται αυτών, χωρίς βέβαια να συγκρατήται από αυτά και χωρίς να προσβάλλεται, όταν γίνη κάποια χειρουργική επέμβαση. .

β) Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο και βέβαια το προσωπικό στοιχείο συγκεκριμενοποιείται στην νοερά και λογική ενέργεια της ψυχής, η οποία βέβαια εκφράζεται, όπως είδαμε προηγουμένως, δια των αισθήσεων και των οργάνων του σώματος. Σχετικά με το σώμα του ανθρώπου μπορούμε να πούμε ότι άλλα μέλη του έχουν δημιουργηθή και έχουν διαρρυθμισθή από τον Θεό για την κατάσταση της βιολογικής ζωής του, προκειμένου να δοκιμασθή και στην συνέχεια να ζήση την πνευματική ζωή, και άλλα έχουν δημιουργηθή εν όψει της πτωτικής ζωής του.

Πράγματι, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να δοκιμασθεί, ώστε στην συνέχεια να φθάσει στην θέωση. Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη του δένδρου της γνώσεως του καλού και του καλού και του δένδρου της ζωής, όπως αναλύονται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στην κατάσταση της θεώσεως το σώμα του ανθρώπου δεν έχει ανάγκη της τροφής, αφού άλλωστε και στην ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα έχουμε σώμα άφθαρτο, πνευματικό (Α΄ Κορ. ιε΄, 42-49). Οπότε, όλα τα όργανα που έχουν σχέση με την πέψη και την διαδικασία της τροφής του ανθρώπου δεν έχουν θέση στον μέλλοντα αιώνα. Αυτό λέγεται για να απαντήσει σε εκείνους που ενδεχομένως έχουν αντιρρήσεις σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις, για το ότι το σώμα του δότου θα είναι ελλείπον κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Άλλωστε, κατά την ανάσταση των νεκρών θα γίνη οπωσδήποτε και νέα δημιουργία, αφού θα συμπληρωθούν και τα ελλείποντα μέρη των ανθρωπίνων σωμάτων.

Ο άνθρωπος φέρει επάνω του την θεία εικόνα, και αυτό είναι που τον καθιστά πρόσωπο. Το πρόσωπο του ανθρώπου δεν έχει σχέση ακόμη με τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως των φύλων. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας τα σχετικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, εκείνο που πρωτεύει στον άνθρωπο είναι το νοερό, ενώ η κοινωνία και η συγγένεια προς το άλογο είναι επιγέννημα. Ο Θεός πρώτα δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση και "είτα επάγει της ανθρωπίνης φύσεως τα ιδιώματα", δηλαδή, τον έκανε άρσεν και θήλυ. Επειδή ο Θεός προείδε την πτώση του ανθρώπου γι’ αυτό και κατεσκεύασε το σώμα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι προσοικειωμένο προς την άλογη φύση. Έτσι, η διαφορά του γένους μεταξύ άρρενος και θήλεος προστέθηκε τελευταία στο πλάσμα .

γ) Πρέπει όμως να δούμε το θέμα των μεταμοσχεύσεων και από την πλευρά της αξίας της βιολογικής ζωής. Κανείς δεν αντιλέγει ότι η γέννηση και η παρουσία μας στον κόσμο αυτόν έχει μεγάλη σημασία, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο εάν η βιολογική και αισθητική ζωή, η ζωή μας κατά τα χρονικά πλαίσια αυτού του βίου έχει απόλυτη σημασία. Φαίνεται ότι μερικοί από εκείνους που επιδιώκουν την παράταση της βιολογικής ζωής δίνουν μια απόλυτη σημασία και έννοια σε αυτήν.

Κατά την ορθόδοξη αντίληψη, όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, δηλαδή σε ολόκληρη την εκκλησιαστική μας εμπειρία, η παρουσία μας στην ζωή αυτή έχει σκοπό την ένωσή μας με τον Χριστό, την πορεία μας από την πτωτική κατάσταση στην θέωση, που είναι η κοινωνία μας με τον Θεό εν Χριστώ Ιησού, ώστε να περάσουμε σε μια άλλη μορφή ζωής που θα είναι πνευματική. Έτσι δίνουμε μεγάλη σημασία στην μετάνοια του ανθρώπου, η οποία μετάνοια νοείται ως πορεία από το παρά φύση στο κατά φύση και στο υπέρ φύση.

Μέσα από την προοπτική αυτή μπορούμε να δούμε και την παράταση της βιολογικής ζωής. Δεν είναι μια δυνατότητα για να συνεχισθεί η πτωτική κατάσταση, η αισθητική και αισθησιακή ζωή, αλλά μια προσπάθεια για πραγματική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και εκπλήρωση του βαθυτάτου σκοπού της υπάρξεώς του. Μέσα από την προοπτική αυτή βλέπουμε και τον άνθρωπο εκείνον που βρίσκεται στην κατάσταση του λεγομένου κλινικού θανάτου ή ακόμη και του λεγομένου εγκεφαλικού θανάτου. Στην κατάσταση αυτή μπορεί να μη λειτουργούν μερικά όργανα του σώματος του ανθρώπου, οπότε η ψυχή, όπως λέγαμε προηγουμένως, είναι ενδεχόμενο να μην ενεργή δια των συγκεκριμένων αυτών οργάνων, αλλά όμως υπάρχει ακόμη η ψυχή μέσα στον άνθρωπο και λειτουργεί δι’ άλλων σωματικών οργάνων και ενεργειών. Οπότε, σε μια περίπτωση ανανήψεως του ανθρώπου που βρίσκεται στον λεγόμενο κλινικό θάνατο όπως έχουν εντοπισθή τέτοια παραδείγματα, μπορεί να συντελέση στην αιώνια σωτηρία του, δηλαδή είναι δυνατόν να ενεργήσει σωστικά με ένα πνεύμα μετανοίας και στροφής προς τον Θεό.

Επομένως, αντιμετωπίζουμε από θεολογικής και ποιμαντικής πλευράς τόσο τον δότη όσο και τον λήπτη, μέσα από την προοπτική της μετανοίας για να επιτύχει το αιώνιο μέλλον του. Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η βιολογική παράταση του λήπτου, αλλά η αιώνια σωτηρία του, καθώς επίσης δεν μας ενδιαφέρει απλώς η αγάπη του δότου, αλλά η δυνατότητα δι’ αυτού του τρόπου να αποκτήσει το αιώνιο μέλλον του, να ενωθεί με τον Χριστό. Άλλωστε, η παρούσα ζωή είναι στάδιο προετοιμασίας για την είσοδό μας σε άλλον τρόπο υπάρξεως, στον οποίον δίνουμε μεγάλη σημασία και προτεραιότητα.

δ) Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την μετοχή στα αγαθά της ενανθρωπήσεως ο άνθρωπος θεούται. Όταν κάνουμε λόγο για την θέωση του ανθρώπου, εννοούμε θέωση ψυχής και σώματος, οπότε ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού και ναός του Παναγίου Πνεύματος. Η άκτιστη Χάρη του Θεού διαπορθμεύεται δια του νου και σε ολόκληρο το σώμα.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Σε πολλά σημεία της διδασκαλίας του βλέπουμε ότι τα διάφορα μέλη του εθεωρούντο από αυτόν και ήταν μέλη του Σώματος του Χριστού. Άλλωστε αυτό λέγει και ο Απόστολος Παύλος: "η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών ηγοράσθητε γαρ τιμή δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού" (Α΄ Κορ. στ΄, 19-20). "Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού έστιν; άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; μη γένοιτο" (Α΄ Κορ. στ΄, 15). "Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους" (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27). .

Ο άγιος Συμεών κατά την διάρκεια της θεωρίας του Θεού έβλεπε ολόκληρο το σώμα του ως σώμα Χριστού: .

"Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου, σώτερ; Πώς ηξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι, τόν ακάθαρτον, τον άσωτον, τον πόρνον; Πώς ενέδυσας στολήν με λαμπροτάτην απαστράπτουσαν αίγλην αθανασίας και φως ποιούσαν άπαντά μου τα μέλη; Σώμα γαρ το σον, το άχραντον και θείον απαστράπτει όλον πυρί θεότητός σου αναφυραθέν και συμμιγέν αρρήτως τούτο ουν καμοί εδωρήσω, Θεέ μου. Το γαρ ρυπαρόν και φθαρτόν τούτο σκήτος τω παναχράντω ενωθέν σώματί σου και μιγέν το αίμα μου τω αίματί σου ηνώθην, οίδα, και τη θεότητί σου και γέγονα σον καθαρώτατον σώμα, μέλος εκλάμπον, μέλος άγιον όντως, μέλος τηλαυγές και διαυγές και λάμπον. Ορώ το κάλλος, βλέπω την λαμπηδόνα, ενοπτρίζομαι το φως της χάριτός σου και το άρρητον εκπλήττομαι της αίγλης και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν εκ ποίου οίος εγενόμην, ω θαύμα! Και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι και, ως σε αυτόν, και τιμώ και φοβούμαι και εξαπορώ, εντρεπόμενος όλος, το πού καθίσω και τίνι προσεγγίσω και πού τα μέλη τα σα προσακλίνω, εις ποία έργα, εις ποίας ταύτα πράξεις όλως χρήσωμαι τα φρικτά τε και θεία" .




Η) Ορθόδοξος ανθρωπισμός

Υπάρχουν μερικοί που κατηγορούν τον Χριστιανισμό (καί εννοούμε την Ορθοδοξία) ότι μιλάει συνεχώς για την ψυχή αγνοώντας το σώμα ή ότι παραθεωρεί την κοινωνική ζωή του ανθρώπου ή ακόμη ότι υποβιβάζει την γυναίκα αφού την τοποθετεί κάτω από την εξουσία του ανδρός. Γενικά από σύγχρονα και παλαιότερα ανθρωποκεντρικά συστήματα αναπτύσσεται μια πολεμική εναντίον του Χριστιανισμού.

Δεν αισθανόμαστε υποχρέωση να απολογηθούμε, γιατί ο Χριστιανισμός δεν πρέπει να αισθάνεται ως κατηγορούμενος, ώστε συνεχώς να χρειάζεται να απολογήται. Η Εκκλησία έχει την ζωή, τον λόγο του Θεού, που έχει αυτόνομο δυναμισμό και επιβάλλεται με αυτήν την δύναμη που διαθέτει, χωρίς να χρησιμοποιή βία και τρομοκρατία. Ωστόσο αισθανόμαστε την ανάγκη να διατυπώσουμε ενημερωτικά μερικές σκέψεις•απόψεις .

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος σήμερα διαιρείται σε διάφορες ομάδες και κλείνεται ερμητικά μέσα σε αυτές, δηλαδή διαρκώς διασπάται, καταργώντας την ενότητα και την ελευθερία. Αυτό, βέβαια, είναι το φοβερό αποτέλεσμα της πτώσεως του Αδάμ. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μετά την απομάκρυνση•διάσπαση του Αδάμ από τον Θεό, ο άνθρωπος διασπάστηκε εσωτερικά, διασπάστηκε από τον πλησίον του και την φύση. Ο Αδάμ ουσιαστικά απέτυχε να υπερβή όλες τις διαιρέσεις και να ενωθή με τον Θεό. .

Έτσι εν Χριστώ Ιησού έγινε αυτή η υπέρβαση των διαιρέσεων. Ο άγιος Μάξιμος περιγράφει τις πέντε διαιρέσεις που απέτυχε να υπερβή ο Αδάμ και αυτό επετεύχθη στο Πρόσωπο του Χριστού. Αυτές οι διαιρέσεις είναι μεταξύ κτιστού και ακτίστου, νοερού και αισθητού, ουρανού και γής, παραδείσου και οικουμένης, άρρενος και θήλεος. Υπάρχει ένας λόγος του Αποστόλου Παύλου που δείχνει αυτήν την διαίρεση και την υπέρβαση: "Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού" (Γαλ. γ’, 28). .

Μέσα στην Εκκλησία όλοι οι βαπτισθέντες και ζώντες σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, αποτελούμε ένα σώμα, που έχουμε μια κεφαλή, τον Χριστό και εμπνεόμαστε από το Πανάγιο Πνεύμα. Καταργούνται μέσα στην Εκκλησία οι φυλετικές, εθνικιστικές, βιολογικές διακρίσεις, χωρίς φυσικά να καταργήται η πατρίδα ή το φύλο του κάθε ανθρώπου. Δεν γίνεται κατάργηση, αλλά υπέρβαση εν Χριστώ. Έτσι εν τη ποικιλία υπάρχει αγιοπνευματική ενότητα. .

Αυτό μπορούμε να πούμε και για τον φεμινισμό. Η γυναίκα αποκτά την θέση της μέσα στην Εκκλησία. Γίνεται μέλος ομότιμο της Εκκλησίας του Χριστού, αγιάζεται, αγωνίζεται εξ ίσου τον καλό αγώνα της πίστεως, κληρονομεί τα αιώνια αγαθά, δοξάζεται από όλα τα μέλη της Εκκλησίας, αν αγιασθή, και βιώνει την πραγματικότητα της μελλοντικής καταργήσεως του φύλου. Κανένας δεν ανέβασε τόσο ψηλά τον άνθρωπο και ειδικά την τεταπεινωμένη γυναίκα, όσο ο Χριστός. Έχουμε στην Ορθοδοξία έναν υγιή φεμινισμό, που ανεβάζει πραγματικά και δεν εμπλέκει την γυναικεία ύπαρξη στα γρανάζια της παραγωγής και της εκμεταλλεύσεως που (η τελευταία) την κατεβάζει και την θηριοποιεί. .

Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός που καταξιώνει το πρόσωπο του ανθρώπου φαίνεται και σ’ ένα άλλο χωρίο του Αποστόλου Παύλου. Λέγει ο Απόστολος: "όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε" (Γαλ. γ’, 27). Εδώ φαίνεται ότι αυτή η υπέρβαση των διαιρέσεων δεν είναι ανθρωπιστική ή φανταστική ή και στοχαστική, αλλά επετεύχθη εν Χριστώ Ιησού. Ενδυόμενοι τον Χριστό, έχουμε ενότητα, κοινότητα, ομοιομορφία. .

Πρέπει να παρατηρηθή ότι, κατά τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, το ένδυμα και η βασίλειος αλουργίς είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία "βλέπει αεί (ο άνθρωπος) περιλάμπουσαν αυτόν". Αυτό πάλι δεν είναι φανταστικό και συναισθηματικό, αλλά "εγγίνεται τοις καταξιουμένοις" "ουκ αδήλως, ουδέ ανενεργήτως, αλλ’ εν δυνάμει και αληθεία" (άγ. Μακάριος). .

Με άλλα λόγια το ένδυμα του Χριστού που περιβάλλεται ο άνθρωπος, είναι τα διάφορα χαρίσματα που αξιώνεται να λάβη δηλαδή πνεύμα διδασκαλίας, λόγος γνώσεως των μυστηρίων του Θεού, ενδιάθετη πίστη, χαρίσματα ιαμάτων, προφητείας, κυβερνήσεως ποιμνίων Θεού και λαού, αγάπης προς όλους, χρηστότητας κλπ. (Νικήτας Στηθάτος). Οι άγιοι, ενδυόμενοι τον Χριστό, ενδύονται το Φώς και γίνονται "οίκοι και καταγώγια καί ναοί περιφανώς της τρισσοφαούς θεότητος" (Πατριάρχης Κάλλιστος). .

Η Εκκλησία όμως δεν αρκείται απλώς στο να μας εκθέτη την άποψή της γύρω από τα ζωτικά θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά μας παρουσιάζει και ένσαρκες φανερώσεις της αλήθειας, ανθρώπους που έκαναν όλα αυτά πράξη, βίωμα, ζωή. Όπως στις φυσικές επιστήμες έχουμε την διατύπωση της θεωρίας και μετά την επιβεβαίωσή της με τα πειράματα και τις πράξεις, το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Οι άγιοι επιβεβαιώνουν έμπρακτα την αλήθεια που κήρυξε ο Χριστός και φανέρωσε στον κόσμο. .

Η μόνη μαρτυρία και απολογία που μπορεί να δώση σήμερα η Εκκλησία είναι η παρουσία των αγίων. Και η μόνη βεβαιότητα της υπάρξεως του Θεού και της αληθείας όλης της ορθοδόξου διδασκαλίας είναι η επιβεβαίωση της αληθείας των λόγων του Θεού στην δική μας προσωπική ζωή. Αν αρχίσουμε από την πράξη θα μπορέσουμε να επαληθεύσουμε την θεωρία της πνευματικής ζωής που μας αποκάλυψε ο Χριστός. Ο λόγος μας τότε θα είναι ζωντανός και μαρτυρικός. Δεν θα χρειασθή καμμιά απολογία, γιατί όλη μας η ζωή θα είναι η μεγαλύτερη απολογία στην σύγχρονη εποχή. .

Θ) Η πάλη με τον Θεό
Ο Απόστολος Θωμάς για να πιστεύση στην Ανάσταση του Χριστού ζητούσε να δή, διότι δεν είχε λάβει ακόμη το Άγιο Πνεύμα και δεν είχε αποκτήσει εσωτερική αίσθηση, που θα τον βεβαίωνε για την θεότητα του Χριστού. Ήθελε να δη και να ψηλαφήση για να αποκτήση αισθητή γνώση του Θεού. Όμως η γνώση του Θεού δεν είναι εμπειρία των αισθήσεων, αλλά εσωτερική πληροφορία, εσωτερική κοινωνία με τον Χριστό, που διοχετεύεται και στο σώμα. Πάντως η ιερά υμνογραφία την απιστία του Θωμά την ονομάζει "καλή", αφ’ ενός μεν γιατί ήταν καλοπροαίρετη, αφ’ ετέρου δε γιατί έγινε αιτία να αποδειχθή η Ανάσταση του Χριστού.

Διαβάζοντας την περίπτωση του Αποστόλου Θωμά, βλέπουμε την πάλη του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Απόστολος ζητά να δη τον Θεό. Ο Κύριος εμφανίζεται και εκείνος αναφωνεί "ο Κύριός μου και ο Θεός μου" (Ιω. κ’, 28). Πράγματι νικήθηκε, γιατί κανείς από τους αγίους δεν μπόρεσε να τα βάλη με τον Θεό. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να υπογραμμίσουμε, ότι αν υπάρχη ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των εποχών και ιδιαιτέρως της εποχής μας, αυτό είναι η πάλη με τον Θεό. .

Όλοι οι άνθρωποι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, παλεύουν με τον Θεό. Βασικά χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. .

Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που παλεύουν εναντίον του Θεού. Αμφισβητούν την ύπαρξή Του και κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν την ανυπαρξία Του. Το φοβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι πολεμούν κάποιον, που δεν γνώρισαν ποτέ, γιατί αν Τον γνώριζαν θα είχαν αιχμαλωτισθή από την αγάπη Του και την πραότητά Του. Συνήθως εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι, αγνοούντες το άγιο θέλημα του Θεού, αποδίδουμε σε Αυτόν όλους τους στοχασμούς μας και τις αποτυχίες μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε εναντίον Του. Είναι τραγικό να σκέπτεται κανείς ότι ο άνθρωπος θεωρεί ευλογία αυτό που είναι "κατάρα" και θεωρεί κατάρα αυτό που είναι πραγματική ευλογία. Δηλαδή την ζωή της αμαρτίας, την ζωή στον παρόντα πεπτωκότα κόσμο, που είναι "κατάρα", αποτέλεσμα απομακρύνσεως από τον Θεό, την θεωρούμε ευλογημένη, την μόνη αξία λόγου και αφιερώνουμε όλη μας την δυναμικότητα, ενώ την θλίψη, την οδύνη, που απεργάζεται την σωτηρία μας, που είναι ευλογία Θεού, την θεωρούμε κατάρα. .

Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι άγιοι που διψούν και ποθούν την συνάντηση με τον Θεό. Όταν την επιτύχουν αρχίζει μεγαλύτερη, αφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στον Θεό, για να αποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεού. Έτσι, όλοι οι άνθρωποι έχουμε κέντρο τον Θεό και παλεύουμε μαζί Του. Άλλοι εναντίον Του (εναντίον τελικά του εαυτού τους) και άλλοι για να Τον αποκτήσουν, να Τον κάνουν κτήμα της καρδιάς τους, "εράσμιο Νυμφίο"..

Γύρω μας και μέσα μας βλέπουμε μεγάλη αθεΐα. Όταν λέμε αθεΐα δεν εννοούμε την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο Θεός υπάρχει και ενεργεί παντού, αλλά την αδυναμία του ανθρώπου να έχη γνώση Θεού. .

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει τρεις περιπτώσεις αθεΐας. Πρώτον άθεοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του αληθινού Θεού, "η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων" δηλαδή η πλάνη των ειδωλολατρών, εκ των οποίων άλλοι δεν επίστευαν στον Θεό και ικανοποιούσαν τα θελήματα των ηδονών και άλλοι ελάτρευαν τα στοιχεία της φύσεως σαν θεούς. Δεύτερον άθεοι είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι αρνούνται την θεότητα του Χριστού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Ο Μ. Αθανάσιος λέγει "άθεος εστιν ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός και το Πνεύμα το Άγιον και εις κτίσμα κατασπών". Ώστε αθεΐα είναι "η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών". Τρίτον άθεοι είναι και οι Ορθόδοξοι εκείνοι που δεν δέχονται τα δόγματα της Εκκλησίας, που είναι όροι της σωτηρίας και αμφισβητούν την αξία των λόγων των αγίων Πατέρων, διότι η αληθινή ευσέβεια είναι το "μή προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν". Και φυσικά, όταν φθάνη κανείς στο σημείο να μη παραδέχεται τα δόγματα, που είναι έκφραση της σωτηρίας, ή να μη παραδέχεται τους λόγους των αγίων Πατέρων, δείχνει ότι μέσα του δεν έχει Χάρη, δεν έχει προσωπική γνώση Θεού. Άρα, όποιος δεν έχει εσωτερική αίσθηση της θείας Χάριτος, όποιος δεν γνωρίζει πώς ενεργεί μέσα του η θεία Χάρη και δεν αναγνωρίζει τους αγίους, δεν διαφέρει από εκείνους που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού. .

Όλοι οι άνθρωποι αναζητούν συνάντηση με τον Θεό. Και αυτοί ακόμη οι άθεοι φανερώνουν αυτή την αναζήτηση, διότι δεν πολεμά κανείς κάτι που πιστεύει ότι δεν υπάρχει. Όμως γίνεται λάθος στον δρόμο της συναντήσεως με τον Θεό. Πολλοί Τον αναζητούν στα όρια της λογικής επεξεργασίας, άλλοι στα όρια των σωματικών αισθήσεων (όπως ο Θωμάς) και οι περισσότεροι αγνοούν παντελώς το τί είναι Θεός. .

Οι άγιοι Πατέρες έχουν διαγράψει τις προϋποθέσεις της αληθινής Θεογνωσίας. Κατ’ αρχάς τονίζουν ότι στον Θεό γίνεται διάκριση ουσίας και ενεργείας. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ η ενέργειά Του μεθεκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειές Του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την ορθόδοξη θεολογία και είναι θέμα ζωής και θανάτου. .

Έπειτα η συνάντηση με τον Θεό είναι μια κρίση για τον άνθρωπο. Συνιστά ή την αιώνια ζωή του ή την αιώνια καταδίκη του. Όπως η παρουσία μας στο δικαστήριο είναι μια κρίσιμη στιγμή, που συνεπάγεται την αθώωση ή την φυλάκιση, το ίδιο γίνεται και με την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον κεκαθαρμένο ο Θεός γίνεται Φώς, ενώ για τον ακάθαρτο γίνεται φωτιά, που τον κατακαίει. Αυτό συμβαίνει στην θεία Κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος κοινωνή ανάξια, η θεία Κοινωνία γίνεται "εις κρίμα και εις κατάκριμα", ενώ όταν κοινωνή κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φώς. .

Αυτό έχει αιώνιες προεκτάσεις. Στην άλλη ζωή όλοι οι άνθρωποι (δίκαιοι και αμαρτωλοί) θα δέχωνται τις ακτίνες της αγάπης του Θεού, αλλά στους δικαίους θα γίνωνται Φώς που θα τους φωτίζουν, στους αμετανοήτους αμαρτωλούς, που δεν θα έχουν όραση πνευματική, θα γίνωνται φωτιά που θα τους κατακαίουν. Οπότε η οδός της θεογνωσίας είναι η οδός της καθάρσεως, της ταπεινώσεως. "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται" (Ματθ. ε’, 8) είπε ο Κύριος. Πράγματι όποιος δεν φοβήθηκε να γίνη "μωρός" και "παιδίον", αυτός πρόκειται να εισέλθη στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή πρόκειται να αποκτήση κοινωνία με τον Θεό, που είναι το απαραίτητο στοιχείο της θεογνωσίας και της σωτηρίας. Διότι σωτηρία του ανθρώπου είναι η γνώση του Χριστού. .

Η "καλή απιστία" του Θωμά είναι μια απόδειξη για να βγούμε από την φυλακή της αθεΐας, που τυραννά όλη μας την ύπαρξη. Το "μάς" αφορά όλους, αφού δεν έχουμε εσωτερική προσωπική εμπειρία θεώσεως. Γιατί, όπως αναφέραμε, η απλή λογική γνώση του Θεού, οι μελέτες γύρω από τον Θεό, χωρίς την εσωτερική ζωή, είναι ένα είδος αθεΐας. Όχι μόνον η περίπτωση του Θωμά, αλλά όλες οι περιπτώσεις των αγίων, που βίωσαν τον Θεό είναι αποδείξεις περί της υπάρξεώς Του. Με την μεταμορφωμένη ζωή τους ομολόγησαν το "ο Κύριός μου και ο Θεός μου" (Ιω. κ’, 28). Υπάρχουν γύρω μας πολλές αποδείξεις, αρκεί να έχουμε μάτια και αυτιά για να βλέπουμε και να ακούμε. .

 
Σύνδεσμοι
Οδηγός Σαντορίνης
ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ ΥΠΕΡ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.
ΠΟΤΕ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙΣ ?
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΓΟΝΕΩΝ
ΡεσάΛτο
I.Μ.Παντοκράτορα
Ι. Μ. ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ της ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΠΕΛΑΓΙΑΣ)
Ι.Μ.ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ
H ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
ΔΗΜΟΣ ΘΗΡΑΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
EΓΚΟΛΠΙΟ
π. ΚΩΝΣΤΑΝTIΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ mp3
MAΚΡΥΓΙΑΝΝΗ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
παπα-Λύβιος
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣANTORINIOS
Η Εκκλησία της Ταιβάν
Ραδιόφωνο της Ι.Μ.ΛΕΜΕΣΟΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΟ FORUM
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ
TO OΡΘΟΔΟΞΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ -ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ
Ενοριακό Ιστο-Λόγιο
ΤO KAΛΛΟΣ ΘΑ ΣΩΣΗ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Νέα
Θεολογικός Λόγος
ΤΑ ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ-Γέρων π.Σωφρόνιος Σαχάρωφ
 
Ιστοσελίδα του Ενοριακού Ναού Εισοδίων Θεοτόκου Ημεροβιγλίου Θήρας - Hμεροβίγλι - ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ -
πίσω πάνω
powered by Marinet copyright © 2005
Marinet Web design and development